- συκοφαντιῶν
- συκοφαντίαvexatiousfem gen plσυκοφαντίαςmasc gen plσῡκοφαντιῶν , συκοφαντίηςmasc gen plσῡκοφαντιῶν , συκοφαντιάfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… … Dictionary of Greek
στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 … Dictionary of Greek
Ζερβάκος, Κωνσταντίνος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Ηγεμόνας της Μάνης (1808 10). Καταγόταν από άσημη οικογένεια του χωριού Καρβελά. Χάρη στο εμπόριο, με το οποίο ασχολήθηκε στο Λιβόρνο, απέκτησε τεράστια περιουσία, που του επέτρεψε να ζει με άνεση και πολυτέλεια.… … Dictionary of Greek